συμμορφίζω

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

German (Pape)

[Seite 983] = συμμορφόω, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμμορφίζω: συμμορφόω, Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππ. γ΄, 10, Βασίλ. ἐν Ὁμιλ. 22, σ. 549 ἐν τῷ Παθ.

Greek Monolingual

Α σύμμορφος
(κυρίως το παθ.) συμμορφίζομαι
γίνομαι όμοιος ως προς τη μορφή.

Chinese

原文音譯:summorfÒw 沁-摩而賀哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-形狀
字義溯源:使類似,同化,效法;源自(σύμμορφος)=相似的),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(μορφή)*=形像)組成
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編
1) 效法(1) 腓3:10