συμπεριλύω
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Full diacritics: συμπεριλύω | Medium diacritics: συμπεριλύω | Low diacritics: συμπεριλύω | Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΛΥΩ |
Transliteration A: symperilýō | Transliteration B: symperilyō | Transliteration C: symperilyo | Beta Code: sumperilu/w |
release, dub.l. in POxy.259.25 (i A.D.).
Α περιλύω
1. ελευθερώνω μαζί, απολύω συγχρόνως
2. ικανοποιώ, καλοπιάνω («συμπερίλυσον αὐτὸν καὶ λάβε τὸ ἀργύριον», παπ.).