συμπιλητικός

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπῑλητικός Medium diacritics: συμπιλητικός Low diacritics: συμπιλητικός Capitals: ΣΥΜΠΙΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sympilētikós Transliteration B: sympilētikos Transliteration C: sympilitikos Beta Code: sumpilhtiko/s

English (LSJ)

συμπιλητική, συμπιλητικόν, apt to compress or close, πόρων Ti.Locr.100e.

German (Pape)

[Seite 987] ή, όν, = συμπιλωτικός; τὸ ψυχρὸν συμπιλατικὸν πόρων ἐστί Tim. Locr. 100 c.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ συμπιλῶ
επιτήδειος ή κατάλληλος για σύνθλιψη ή κλείσιμο («τὸ δὲ ψυχρὸν παχυμερέστερον καὶ συμπιλατικὸν πόρων ἐστί», Τιμ. Λοκρ.).

Russian (Dvoretsky)

συμπῑλητικός: дор. συμπῑλᾱτικός 3 уплотняющий, сжимающий (τὸ ψυχρόν Plat.).