ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
[Seite 988] ep. u. ion. statt συμπλέω.
ion. c. συμπλέω.
συμπλώω: ион. = συμπλέω.
συμπλώω: Ἰων. ἀντὶ συμπλέω.
Α
ιων. τ. βλ. συμπλέω.
συμπλώω: Ιων. αντί συμπλέω.