συναρμολογώ

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

συναρμολογῶ, -έω, ΝΜΑ ἁρμολογῶ
συναρμόζω, συνενώνω επιμέρους τμήματα ή τεμάχια για τη συγκρότηση ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου
μσν.-αρχ.
(το μέσ.) συναρμολογοῦμαι, -έομαι
(για την Εκκλησία και το σώμα τών πιστών) συνενώνομαι
αρχ.
μτφ. (σχετικά με ομάδα προσ.) καθορίζω την εργασία καθενός ανάλογα με τις ικανότητές του.