συνδετέος
From LSJ
πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
English (LSJ)
α, ον,
A to be tied or bound together, Ar.Ec.785; πρός τι Hp.Art.77.
II συνδετέον, one must bind together, Paul.Aeg.6.101.
Greek (Liddell-Scott)
συνδετέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ συνδέω, ὃν δεῖ συνδεῖν, ταὐτὶ γάρ ἐστι συνδετέα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 785· οἱ μηροὶ συνδετέοι πρὸς ἀλλήλους Ἱππ. 837E.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδετέος -α -ον, adj. verb. van συνδέω die/dat samengebonden moet worden.