συνδετήρας

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. μικρό αντικείμενο ή οτιδήποτε χρησιμεύει στη σύνδεση δύο ή περισσότερων αντικειμένων μεταξύ τους
2. ναυτ. εξάρτημα που μοιάζει με κρίκο και συνδέει μεταξύ τους δύο διαδοχικά τμήματα της αλυσίδας της άγκυρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνδέω + επίθημα -τήρας (πρβλ. κινητήρας)].