συνεπανήκω
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
English (LSJ)
return at the same time, c. dat., Them.Or.15.197c.
Greek Monolingual
Α
επανέρχομαι συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπανήκω «επιστρέφω»].