συνερτικός
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
v. συνερκτικός.
Greek Monolingual
και συνερκτικός, -ή, -όν, Α συνείρω
(για ρήτορα) αυτός που συνδέει με δεξιοτεχνία τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του.
Russian (Dvoretsky)
συνερτικός: безостановочный, неумолкающий (Arph. - v.l. συνερκτικός).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνερτικός -ή -όν [συνείρω] goed in het aaneenrijgen (van woorden of argumenten).