συνθιασίτης

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθῐᾰσίτης Medium diacritics: συνθιασίτης Low diacritics: συνθιασίτης Capitals: ΣΥΝΘΙΑΣΙΤΗΣ
Transliteration A: synthiasítēs Transliteration B: synthiasitēs Transliteration C: synthiasitis Beta Code: sunqiasi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, = συνθιασώτης, PGrenf.1.31.5 (ii B.C.), Demitsas Μακεδ. p.319 (Ressova): fem. συνθῐᾰσῖτις, ιδος, ἡ, PEnteux.21.2 (iii B.C.), Inscr.Délos 1403 Bb ii 94(ii B.C.).

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. συνθιασῖτις, -ίτιδος, Α
αυτός που μετέχει στον ίδιο θρησκευτικό θίασο με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θιασίτης «θιασώτης, μέλος θρησκευτικού θιάσου»].