συνομοσπονδία

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ένωση ομοσπονδιών
2. ένωση κρατών που υπάγονται σε κεντρική εξουσία αλλά διατηρούν το καθένα και δική του κυβέρνηση
3. τριτοβάθμια ένωση διαφόρων επαγγελματικών, εργατικών ή συνδικαλιστικών σωματείων («Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος - ΓΣΕΕ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ομοσπονδία «ένωση, οργάνωση»].