συνομοσπονδία

From LSJ

Greek Monolingual

η, Ν
1. ένωση ομοσπονδιών
2. ένωση κρατών που υπάγονται σε κεντρική εξουσία αλλά διατηρούν το καθένα και δική του κυβέρνηση
3. τριτοβάθμια ένωση διαφόρων επαγγελματικών, εργατικών ή συνδικαλιστικών σωματείων («Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος - ΓΣΕΕ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ομοσπονδία «ένωση, οργάνωση»].