συνώθησις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, compulsio, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
συνώθησις: ἡ, = σύνωσις, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 10.
Russian (Dvoretsky)
συνώθησις: εως ἡ Arst. = σύνωσις.
German (Pape)
ἡ, das Mit-, Zusammenstoßen, Sp.
Full diacritics: συνώθησις | Medium diacritics: συνώθησις | Low diacritics: συνώθησις | Capitals: ΣΥΝΩΘΗΣΙΣ |
Transliteration A: synṓthēsis | Transliteration B: synōthēsis | Transliteration C: synothisis | Beta Code: sunw/qhsis |
-εως, ἡ, compulsio, Glossaria.
συνώθησις: ἡ, = σύνωσις, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 10.
συνώθησις: εως ἡ Arst. = σύνωσις.
ἡ, das Mit-, Zusammenstoßen, Sp.