σφαιράνθεμο

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. παλαιότερη ονομασία του γένους φυτών γκλομπουλάρια ή γλοβουλαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαίρα + ἄνθεμον «λουλούδι» (πρβλ. χρυσάνθεμο)].