σφηνόλιθος

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
λίθος με σχήμα σφήνας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή θόλων ή τόξων σε οικοδομήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spenolith (< σφήν, -ηνός + λίθος)].