σφηνόλιθος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407

Greek Monolingual

ο, Ν
λίθος με σχήμα σφήνας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή θόλων ή τόξων σε οικοδομήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spenolith (< σφήν, -ηνός + λίθος)].