σχιζοπροσωπία

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

και σχιστοπροσωπία, η, Ν
(τερατολ.) διαίρεση ενός σημαντικού τμήματος του προσώπου, με επιμήκυνση προς τα επάνω της σχισμής του λαγόχειλου.