σωματεκμαγείον

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source

Greek Monolingual

τὸ, Α
πετσέτα του λουτρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ἐκμαγεῖον «πετσέτα»].