σύμπλεξη

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283

Greek Monolingual

η / σύμπλεξις, -έξεως, ΝΑ συμπλέκω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμπλέκω
νεοελλ.
τεχνολ. η σύνδεση τών δύο ομοαξονικών εξαρτημάτων, κυρίως στους συμπλέκτες αυτοκινήτων, με σκοπό τη μετάδοση της περιστροφικής κίνησης του ενός στο άλλο
αρχ.
το πολύπλοκο, το ακανόνιστο του σφυγμού.