σύμπλεξη

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

η / σύμπλεξις, -έξεως, ΝΑ συμπλέκω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμπλέκω
νεοελλ.
τεχνολ. η σύνδεση τών δύο ομοαξονικών εξαρτημάτων, κυρίως στους συμπλέκτες αυτοκινήτων, με σκοπό τη μετάδοση της περιστροφικής κίνησης του ενός στο άλλο
αρχ.
το πολύπλοκο, το ακανόνιστο του σφυγμού.