τέτραμος
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
Full diacritics: τέτρᾰμος | Medium diacritics: τέτραμος | Low diacritics: τέτραμος | Capitals: ΤΕΤΡΑΜΟΣ |
Transliteration A: tétramos | Transliteration B: tetramos | Transliteration C: tetramos | Beta Code: te/tramos |
ὁ, = τρόμος, Hp.Morb.1.24 (cod. θ), Erot.; cf. τέτρομος.
ὁ, Α
τρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τραμ- του θ. τρεμ- του ρ. τρέμω και εμφανίζει επιτατικό αναδιπλασιασμό τε- (πρβλ. τέτανος)].