ταγήν

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰγήν Medium diacritics: ταγήν Low diacritics: ταγήν Capitals: ΤΑΓΗΝ
Transliteration A: tagḗn Transliteration B: tagēn Transliteration C: tagin Beta Code: tagh/n

English (LSJ)

ὄνομα ὀρνέου, Suid.

Greek Monolingual

Μ
1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὄνομα ὀρνέου»
2. (κατά τον Ζωναρ.) «κόσκινον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀτταγήν «ονομασία διαφόρων ειδών πέρδικας» με σίγηση του αρκτικού α-].