ταλασήϊος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
ἡ, ον, Ep. word, of wool-spinning, τ. ἔργα, = ταλασία, A.R.3.292; ταλασήϊος ἱδρώς caused by spinning, Nonn. D. 6.142.
Greek Monolingual
-ΐα, -ον, ΜΑ
φρ. «ταλασήϊος ίδρώς» — ιδρώτας που προέρχεται από τον κόπο που καταβάλλει κανείς κατά την ταλασιουργία
αρχ.
(επικ. τ.)
1. ταλασιουργικός
2. κατάλληλος για ταλασιουργία
3. φρ. «ταλασήϊα ἔργα» — η ταλασιουργία (Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλασία «επεξεργασία ερίου» + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. πολεμήϊος)].