ταμίευση

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

Greek Monolingual

η / ταμίευσις, -εύσεως, ΝΑ ταμιεύω
νεοελλ.
αποταμίευση
αρχ.
1. οικονομική διαχείριση, επιστασία
2. προγραφή, δήμευση.