τανύμετρος

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

German (Pape)

[Seite 1067] von langem Maaße, lang gemessen, Paul. Sil. ambo 49.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύμετρος: [ῠ], -ον, ὁ ἔχων μακρὸν μέτρον, ἐκτεταμένος, Παύλ. Σιλ. Ἄμβ. 49.

Greek Monolingual

-ον, Μ
εκτεταμένος, ευρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -μετρος (< μέτρον)].