ταξί

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ. αγοραίο αυτοκίνητο με οδηγό, το οποίο ναυλώνεται για τη μεταφορά επιβατών μεταξύ οποιωνδήποτε σημείων της αστικής ή προαστιακής περιοχής πόλεως έναντι κομίστρου, που προσδιορίζεται με μετρητή ή βάσει ζωνικού συστήματος ή και έναντι ενιαίου τιμολογίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. taxi, συγκεκομμένος τ. του taximetre (< τάξη + μέτρο)].