τεθωρακισμένος

From LSJ

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
φρ. «τεθωρακισμένα οχήματα» ή απλώς «τεθωρακισμένα»
στρ. εξοπλισμένα αυτοκινούμενα οχήματα μάχης που είναι καλυμμένα με θωράκιση (α. «ελαφρά τεθωρακισμένα» β. «τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού» γ. «τεθωρακισμένα οχήματα μάχης»)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τ. μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. θωρακίζω.

English (Woodhouse)

(see also: θωρακίζω) armed with a breast-plate, clad in coat of mail

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)