τελειότητα

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source

Greek Monolingual

η / τελειότης, -ότητος, ΝΜΑ, και τελεότης Α τέλειος
η ιδιότητα του τέλειου, η εντέλεια, η πληρότητα.