θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
το, Νναυτ. κοινή ονομασία σχοινιού από τέσσερα έμβολα τα οποία είναι τυλιγμένα γύρω από άλλο λεπτό σχοινί.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + έμπουλο / έμπολο «καθένα από τα νήματα που συ στρέφονται για να σχηματίσουν το σχοινί»].