τετράνυμφον

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335

Greek Monolingual

τὸ, Μ
κρήνη με τέσσερεις πηγές ύδατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + νύμφη «νερό»].