τετράνυχος

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. γένος μικροσκοπικών προστιγμάτων ακάρεων, τυπικός αντιπρόσωπος της οικογένειας tetranychidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetranychus < τετρα- + ὄνυξ, -υχος].