τετράπατος

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για οικοδόμημα) αυτός που έχει τέσσερεις ορόφους, τετραώροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πάτος.