τετράχηλο

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

το, Ν
είδος μικρής άγκυρας με τέσσερεις όνυχες, κν. τεσσαροχάλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + < χηλή «οπλή»].