τετράχηλο
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
Greek Monolingual
το, Ν
είδος μικρής άγκυρας με τέσσερεις όνυχες, κν. τεσσαροχάλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + < χηλή «οπλή»].