τετραφωνία

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
μουσ. α) χορωδιακή, κυρίως, σύνθεση για τέσσερεις φωνές, τετραωδία
β) η εκτέλεση μιας τέτοιας σύνθεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετράφωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Σ. Α. Κουμανούδη].