τετράφωνος
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που εκτελείται με τέσσερεις φωνές ή με ήχο τεσσάρων οργάνων
2. φρ. α) «τετράφωνη συγχορδία»
μουσ. η συνήχηση τεσσάρων φθόγγων του θεμελίου, του μέσου, της κορυφής και σε επανάληψη του θεμελίου κατά μία ογδόη υψηλότερα
β) «τετράφωνη σύνθεση»
μουσ. έργο για τέσσερεις φωνές ή τέσσερα όργανα, όπως λ.χ. το κουαρτέτο εγχόρδων ή οι συνθέσεις για την τυπική μικτή χορωδία σοπράνο, άλτο, τενόρο, μπάσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. πολύ-φωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Σ. Α. Κουμανούδη].