τεχνασμός

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνασμός Medium diacritics: τεχνασμός Low diacritics: τεχνασμός Capitals: ΤΕΧΝΑΣΜΟΣ
Transliteration A: technasmós Transliteration B: technasmos Transliteration C: technasmos Beta Code: texnasmo/s

English (LSJ)

ὁ, cunning contrivance, artifice, Man.4.332 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1102] ὁ, künstliche Einrichtung, κατηγορίης Maneth. 4, 332.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνασμός: ὁ, πανοῦργος ἐπίνοια, τέχνασμα, κατηγορίης τε τεχνασμοὶ Μανέθων 4. 332.

Greek Monolingual

ὁ, Α τεχνάζω
πανούργο επινόημα, τέχνασμα («ψευδοκατηγορίαι τε κατηγορίης τε τεχνασμοί», Μαν.).