εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
ο, Νιδιοκτήτης τιμαρίου, τσιφλικάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμάριο(ν) + -ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωΐδη].