τιμονιάρισμα

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

το, Ν τιμονιάρω
1. ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται κανείς το τιμόνι
2. μτφ. ο τρόπος διοίκησης, διακυβέρνησης.