δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
το, Ν τιμονιάρω1. ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται κανείς το τιμόνι2. μτφ. ο τρόπος διοίκησης, διακυβέρνησης.