τιμονιάρισμα

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

το, Ν τιμονιάρω
1. ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται κανείς το τιμόνι
2. μτφ. ο τρόπος διοίκησης, διακυβέρνησης.