τιμόνι
From LSJ
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
Greek Monolingual
και διαλ. τ. τεμόνι, το, Ν
1. (για πλοίο ή για αεροσκάφος) πηδάλιο
2. (για άμαξα, κάρο) ρυμός
3. (για αυτοκίνητο) το όργανο διεύθυνσης
4. μτφ. διοίκηση, διακυβέρνηση («χειρίζεται καλά το τιμόνι του κράτους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του βεν. timon < λατ. temo, -onis «άμαξα, άρμα»].