τιμόνι

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

Greek Monolingual

και διαλ. τ. τεμόνι, το, Ν
1. (για πλοίο ή για αεροσκάφος) πηδάλιο
2. (για άμαξα, κάρο) ρυμός
3. (για αυτοκίνητο) το όργανο διεύθυνσης
4. μτφ. διοίκηση, διακυβέρνηση («χειρίζεται καλά το τιμόνι του κράτους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του βεν. timon < λατ. temo, -onis «άμαξα, άρμα»].