τονθρυστής

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τονθρυστής Medium diacritics: τονθρυστής Low diacritics: τονθρυστής Capitals: ΤΟΝΘΡΥΣΤΗΣ
Transliteration A: tonthrystḗs Transliteration B: tonthrystēs Transliteration C: tonthrystis Beta Code: tonqrusth/s

English (LSJ)

v. τονθορύζω, in fine.

German (Pape)

[Seite 1127] ὁ, der undeutlich Redende, Murmelnde, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

τονθρυστής: -οῦ, ὁ, ὁ τονθορύζων γογγύζων, ὡς τὸ γογγυστής, Ἀκύλας ἐν Παροιμ. Ιϛʹ, 28, Κϛʹ, 20, 22 (Παλαιὰ Διαθ.).

Greek Monolingual

ὁ, Α τονθρύζω
αυτός που τονθορίζει.