τοξικότητα
From LSJ
πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
Greek Monolingual
η, Ν
(ιατρ.-φαρμ.) η ιδιότητα μιας ουσίας να προκαλεί τοξικά φαινόμενα, όταν χορηγείται εφάπαξ σε επανειλημμένες δόσεις ή επί μακρό χρονικό διάστημα (α. «οξεία τοξικότητα» β. «υποξεία τοξικότητα» γ. «χρόνια τοξικότητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοξικός. Η λ., στον λόγιο τ. τοξικότης, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].