τορευτικός

From LSJ

Δίκαια δράσας συμμάχους ἕξεις θεούς → Opem tibi deus, iusta si egeris, feret → Gerechtes Handeln schenkt der Götter Beistand dir

Menander, Monostichoi, 126
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορευτικός Medium diacritics: τορευτικός Low diacritics: τορευτικός Capitals: ΤΟΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: toreutikós Transliteration B: toreutikos Transliteration C: toreftikos Beta Code: toreutiko/s

English (LSJ)

τορευτική, τορευτικόν, prop. of metal-work or for metal-work, skilled in metal-work: but Lat. toreutice, sculpture in general, Plin.HN34.54; opp. graphice (painting), ib. 35.77; cf. τορεύω ΙΙ, and v. τορνευτικός.

German (Pape)

[Seite 1130] zum τορευτής oder zur Verfertigung erhabener Arbeit, zum Bildschnitzen, Graviren gehörig, geschickt darin, ἡ τορευτική, sc. τέχνη, die Kunst, solche Arbeit zu verfertigen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τορευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τορείαν, ὁ ἔμπειρος τορείας, Κλήμ. Ἀλ. 330· - ἡ τορευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ τορεύειν, μάλιστα εἰς μέταλλον, Πλίν. 34. 19, § 1. 2., 35. 36, § 8· πρβλ. τορεύω ΙΙ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τορευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τορεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τόρευση ή στον τορευτή
2. το θηλ. ως ουσ. βλ. τορευτική.