τοὔπος

From LSJ

German (Pape)

[Seite 1132] od. τοὖπος, att. zsgzgn = τὸ ἔπος.

French (Bailly abrégé)

crase p. τὸ ἔπος.

Greek Monolingual

Α
κράση αντί τὸ ἔπος.