τρίστρατο

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
σταυροδρόμι, συμβολή τριών οδών («Γιατί μέ δέρνεις, μάνα μου, γιατί μέ παραπαίρνεις / και μέ πετάς στα τρίστρατα σαν έρημο αποπαίδι;», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + στρατί «δρομάκι»].