τραχηλοπηξία

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. εγχειρητική σταθεροποίηση του τραχήλου της μήτρας στη φυσιολογική θέση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + -πηξία (< πήγνυμι «στερεώνω, μπήγω»)].