τραχηλώνω

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source

Greek Monolingual

Ν
ναυτ. τοποθετώ αγκύλη επιτόνου, προτόνου ή παρατόνου γύρω από τον λαιμό στήλης ή επιστηλίου ή σε κεραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος. Η λ., στον λόγιο τ. τραχηλόω, -, μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο].