τρισάνθρωπος
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
ὁ, thrice a man, used by Diogenes cynically for τρισάθλιος, D.L.6.47.
German (Pape)
ὁ, dreifach Mensch, statt τρισάθλιος sagt Diogenes bei DL. 6.47.
Russian (Dvoretsky)
τρῐσάνθρωπος: трижды человеческий, т. е. глубоко несчастный Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
τρισάνθρωπος: ὁ, τρὶς ἄνθρωπος, λεγόμενον ὑπὸ τοῦ Διογένους κυνικῶς ἀντὶ τρισάθλιος, Διογ. Λ. 6. 47.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που έχει καλλιεργημένες πάρα πολύ τις ανθρώπινες ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄνθρωπος.