τρομάρα
From LSJ
η, Ν
1. ζωηρός και αιφνίδιος φόβος, τρόμος («ανήσυχου ονείρου τρομάρα», Σολωμ.)
2. φρ. α) «τρομάρα σου!»
(ειρωνικά) δυστυχία σου!
β) «τρομάρα στα μπατζάκια σου!» — σκωπτική φράση για δειλό και φοβισμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + μεγεθ. κατάλ. -άρα (πρβλ. ποδάρα)].